Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Επίθεση στη Συρία μπορεί να φέρει "χτύπημα" στο Ιράν - Ένα εφιαλτικό αλλά πιθανό σενάριο

      Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης
Δ/ντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Τα βλέμματα όλων είναι πλέον στραμμένα στη Συρία. Θα γίνει επέμβαση και αν ναι τι κλίμακας, ποιές θα είναι ο επιπτώσεις στο εσωτερικό αλλά και στη ευρύτερη περιφέρεια, πώς θα επηρεαστούν οι σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων, και τι θα γεννήσει η νέα πραγματικότητα είναι ορισμένα από τα καίρια ερωτήματα που καλείται να απαντήσει η Διεθνής Κοινότητα.

Η πολεμική επιχείρηση πλησιάζει και αν δεν υπάρξει κάποιο θεαματικό γεγονός (π.χ. πόρισμα επιθεωρητών ή αποχώρηση Άσαντ μπροστά στον κίνδυνο να επιλέξουν άλλοι το πολιτικό του τέλος), δύσκολα αυτή θα ανατραπεί. Ήδη οικοδομείται προσεκτικά μία επιχειρηματολογία υπέρ του ανήθικου της χρήσης χημικών, ώστε η όποια επέμβαση από τη στιγμή που δεν θα έχει διεθνή νομιμοποίηση, τουλάχιστον σε επίπεδο ΟΗΕ, να έχει την ηθική υπεροχή, καθώς και να «πατάει» στην παραβίαση των διεθνών συμβάσεων περί χρήσης χημικών. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοι της έχουν σπεύσει να προκαταλάβουν τόσο τον υπεύθυνο αυτής της επίθεσης στο πρόσωπο του Άσαντ, όσο και τα αποτελέσματα των επιθεωρητών των Ηνωμένων Εθνών, αφενός επικαλούμενοι τις μαρτυρίες οργανώσεων, όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, και μυστικών υπηρεσιών, αφετέρου κατηγορώντας τη συριακή κυβέρνηση για καθυστερήσεις προκειμένου να «σβηστούν» οι αποδείξεις. Από την άλλη, χωρίς πειστικές αποδείξεις από ανεξάρτητο φορέα, δεν θα είναι εύκολο να διευρυνθεί ο αριθμός των κρατών που θα στηρίξουν την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, ενώ θα υπονομευθεί η φύση της επέμβασης.

Οι ΗΠΑ, εφόσον προ ενός έτους ο πρόεδρος Ομπάμα είχε θέσει τη χρήση του συριακού χημικού οπλοστασίου ως κόκκινη γραμμή, δεν μπορούν να κάνουν πίσω, μεταξύ άλλων, για λόγους προφίλ και αξιοπιστίας έναντι εταίρων και αντιπάλων. Βέβαια, τότε ο Αμερικανός πρόεδρος είχε κάνει χρήση της συγκεκριμένης φρασεολογίας προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω εμπλοκή, όπως ζητούσαν οι αντικαθεστωτικοί, και προβλέποντας ότι δεν θα χρειαζόταν να φτάσει στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Δηλαδή, έχει άθελα του εγκλωβιστεί στην ίδια του τη ρητορική, την οποία βάσισε στον «ορθολογισμό» του Άσαντ με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μείνει αναπάντητη η δοκιμασία των αντοχών της υπερδύναμης, που φέρεται να προκάλεσε το συριακό καθεστώς. Οι υποστηρικτές της επέμβασης ισχυρίζονται πως η αναποφασιστικότητα θα δώσει την αίσθηση σε καθεστώτα τύπου Ιράν ότι μπορούν ανενόχλητα να αναπτύξουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο, χωρίς τις ανάλογες συνέπειες, τουλάχιστον σε στρατιωτικό επίπεδο. Έτσι θα δημιουργηθεί ένα άναρχο σύστημα κατοχής διαφόρων ειδών όπλων αντί της εξεύρεσης ενός κοινού παρανομαστή που θα οδηγήσει στην αποτροπή διασποράς τους.

Η διεθνής πίεση εντείνεται, με ευρωπαϊκές χώρες σε θέση οδηγού, οι οποίες, εντούτοις, αδυνατούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικότερο από τη διπλωματική τους επιρροή και την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης. Όμως, η συμμετοχή περισσοτέρων κρατών, εκτός των παραδοσιακών ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων (που σε κάποιους θυμίζει το ένοχο παρελθόν τους), θα προσδώσει στη συμμαχία των προθύμων μεγαλύτερο κύρος, ειδικό βάρος και ως εκ τούτου νομιμοποίηση. Ασφαλώς, τον πρώτο και τελευταίο λόγο θα έχουν οι ΗΠΑ. Έχοντας, εντούτοις, απωλέσει την ηθική τους καθολικότητα και αντιλαμβανόμενες την εύθραστη κατάσταση στην περιοχή, καθώς και την αναζωπύρωση προαιώνιων, πρωτίστως θρησκευτικών, εχθροτήτων, θα προτιμούσαν να «τελείωναν» με τον Άσαντ χωρίς ευθεία ανάμειξη. Μάλιστα, η διστακτικότητά τους οφείλεται εν πολλοίς και στην έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι οποιασδήποτε διάδοχης κατάστασης, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που επιβεβαιωμένα έχουν παρεισφρύσει στους κόλπους της αντιπολίτευσης παρακλάδια της Αλ Κάιντα. Αντί, όμως, της απεμπλοκής από την περιοχή, την οποία η κυβέρνηση Ομπάμα προετοίμαζε μεθοδικά εδώ και πέντε χρόνια, η Ουάσιγκτον μοιάζει περίπου καταδικασμένη να εισέλθει σε μία ακόμη περιπέτεια. 

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι αφενός η αδυναμία εκτίμησης του χρόνου αλλά και της αποτελεσματικότητας της όποιας επέμβασης, καθώς και ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος ανεξαρτήτου διάρκειας, αφετέρου ότι η υπερδύναμη πρέπει μεν να καταγάγει μία καθαρή και αδιαμφισβήτητη νίκη, χωρίς, όμως, να επιθυμεί να εμπλακεί σε τέτοιο βαθμό που θα την εξασφαλίσει. Αν, όντως, πρόκειται για μικρής κλίμακας επιλεκτική επέμβαση, παραμένει ζητούμενο κατά πόσο αυτή θα δημιουργήσει στο καθεστώς την αναγκαία πίεση για να αναθεωρήσει τις μεθόδους του ή να υποχωρήσει ή έστω να διαφοροποιήσει τους εσωτερικούς συσχετισμούς υπέρ των αντιπάλων του. Αν, λοιπόν, δεν εξυπηρετηθούν οι σκοπιμότητες, μήπως υποχρεωτικά επαναλαμβάνονται οι επιχειρήσεις, εμπλέκοντας τις ΗΠΑ σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν θα μπορούν να εξέλθουν; Κοντολογίς, λόγω της δεδομένης απροθυμίας για μακροχρόνια δέσμευση, η Ουάσιγκτον κινδυνεύει να κάνει κάθε φορά και ένα βήμα παραπάνω για άμεσα αποτελέσματα, υπό την πίεση είτε αποτυχίας επίτευξης των αρχικών στοχεύσεων, είτε έγκαιρης απεμπλοκής προτού αναγκαστεί να παραμείνει για καιρό στην εύφλεκτη περιοχή. 

Αν ο κύριος λόγος της στρατιωτικής εμπλοκής είναι η παραδειγματική τιμωρία, μήπως δεν είναι η ενδεδειγμένη λύση; Έχει εκτιμηθεί σε τι βαθμό θα αποδυναμωθεί ο Άσαντ ή θα πληγεί η δυνατότητά του να εξαπολύσει εκ νέου επίθεση με χημικά; Και πώς θα κρατηθεί ζωντανή η πολιτική διαδικασία, από τη στιγμή που οι διαχωριστικές γραμμές τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και μεταξύ των διεθνών παικτών θα έχουν γίνει πιο ευδιάκριτες; Το ιδανικό σενάριο θα ήταν, κατόπιν των σύντομων επιχειρήσεων, η άμεση σύγκλιση διεθνούς διάσκεψης (Γενεύη II), όπου λόγω του κλονισμού του καθεστώτος, οι αντικαθεστωτικοί θα είχαν διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Το να κατορθωθεί να έρθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές κατόπιν πολεμικών επιχειρήσεων (που δεν θα έχουν κοστίσει ανθρώπινες ζωές) απαιτεί, πάντως, διπλωματική μαεστρία. 

Σε περίπτωση τελικά που αποφασιστεί η στρατιωτική δράση, τρία είναι τα ενδεχόμενα, τα οποία παρουσιάζονται με βάση τις πιθανότητες υλοποίησης.

Α. «Χειρουργικά» χτυπήματα έναντι στρατιωτικών και πολιτικών στόχων υψηλού συμβολισμού. Η στόχευση θα είναι η παραδειγματική τιμωρία του καθεστώτος, με την προσδοκία της έμμεσης ενίσχυσης των αντικαθεστωτικών, η ισχύς των οποίων έχει υποχωρήσει το τελευταίο διάστημα. 

Β. Μεγαλύτερης εμβέλειας και διάρκειας αεροπορικές επιχειρήσεις ώστε να αποστερηθεί σε κάποιο βαθμό η δυνατότητα της συριακής κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα. Αυτό, πάντως, ενέχει μεγάλες δυσκολίες τόσο λόγω διασποράς σε διάφορα σημεία όσο και ελλειπούς πληροφόρησης.

Γ. Έλεγχος του χημικού οπλοστασίου. Αυτό συνεπάγεται χερσαίες επιχειρήσεις και άμεση απομάκρυνση του Άσαντ.

Ανεξαρτήτου επιλογής με την τελευταία να συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες, απαιτείται η δημιουργία ζώνης ασφαλούς διέλευσης και παροχής οπλισμού και άλλου υλικού στην αντιπολίτευση αλλά και ανάπτυξη ασπίδας (νοητής και πραγματικής) προστασίας περιοχών εκτός Συρίας που δύναται να πληγούν ως ανταπάντηση στη στρατιωτική εμπλοκή της Δύσης. 

Στη διάρκεια των επιχειρήσεων, η μόνη διασφάλιση ότι ο Άσαντ δεν θα χρησιμοποιήσει εκ νέου χημικά, είναι θεωρητική. Στον ψυχολογικό πόλεμο που μαίνεται, η συμμαχία των προθύμων πρέπει να εμπεδώσει την αίσθηση ότι μία τυχόν νέα χημική επίθεση θα επιφέρει μία ακόμη πιο δυναμική αντίδραση που αυτή τη φορά θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση του καθεστώτος. Για να γίνει πειστική η συμμαχία των προθύμων πρέπει να είναι άκρως αποτελεσματική στο πρώτο χτύπημα, αλλά η απροθυμία χρήσης χερσαίων δυνάμεων υπονομεύει τη σκοπιμότητα. 

Από την άλλη, ενδέχεται να παραχωρηθεί (αν αυτό είναι τεχνικά εφικτό) έστω και πολύ μικρό μέρος από το τεράστιο συριακό χημικό οπλοστάσιο σε οργανώσεις που θα έχουν μικρότερες αναστολές στη χρήση τους, όπως η πάντα ετοιμοπόλεμη Χεζμπολάχ. Εδώ, πρέπει εξίσου να καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι πιθανή επίθεση, ως μέρος επίδειξης δύναμης έναντι του Ισραήλ, θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τους εμπνευστές της. Το Τελ Αβίβ, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα απαντήσει με το συνηθισμένο δυσανάλογο τρόπο, γεγονός που από τη μία θα βυθίσει το Λίβανο σε νέο εμφύλιο, από την άλλη θα συσπειρώσει, παρότι σε αντίθετα στρατόπεδα, σιιτικά και σουνιτικά ριζοσπαστικά στοιχεία εναντίον των Σιωνιστών. Αν προκύψει μία τέτοια περιφερειακή αναστάτωση, πιθανόν το Τελ Αβίβ να προβεί σε προληπτική επίθεση έναντι του Ιράν, το οποίο θα κατηγορήσει ως υπεύθυνο για συνεργασία με τη Χεζμπολάχ, με την Τεχεράνη να απαντά με την ενεργοποίηση σιιτικών θυλάκων στο Ιράκ, την Παλαιστίνη (Τζιχαντιστές και Χαμάς) και βέβαια το Λίβανο. Οι εύθραστες ισορροπίες στο Ιράκ πιθανότατα θα καταρρεύσουν, ενώ η διαχείριση του κουρδικού στοιχείου θα γίνει ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος της Άγκυρας, που ήδη επωμίζεται τεράστιο οικονομικό κόστος με τους προσφυγικούς καταυλισμούς. 

Το ενδεχόμενο διάσπασης της Συρίας, ιδίως αν υπάρξει άμεση αλλαγή καθεστώτος, είναι σοβαρό. Αλεβίτες και Κούρδοι θα διεκδικήσουν –αν δεν έχουν ήδη μεθοδεύσει- ευρεία αυτονομία, εφόσον οι κοινότητες της Συρίας δεν θα μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα ενιαίο κράτος, αλλά και υπό το φόβο αντιποίνων από μία εξτρεμιστική σουνιτική κυβέρνηση αμφίβολων προθέσεων και προβλεψιμότητας, με πρόσβαση στο χημικό οπλοστάσιο. Η Ιορδανία είναι αρκετά ευάλωτη, όχι μόνο λόγω του προσφυγικού κύματος αλλά και της σταθερής ενίσχυσης ριζοσπαστικών στοιχείων εντός της χώρας. Τα μεταναστευτικά ρεύματα πιθανόν να κινηθούν προς την Ευρώπη, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε επιφυλακή ως πύλη εισόδου. Η αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής στη βάση των νέων πραγματικοτήτων πρέπει να εξεταστεί άμεσα. 

Πέρα από τις επιπτώσεις σε τοπικό επίπεδο, αν η τωρινή αβεβαιότητα παραταθεί θα προκύψουν επιπλοκές στην τροφοδοσία πετρελαίου, κυρίως της εξαρτημένης, από τη Μέση Ανατολή, Ασίας, με ταυτόχρονη αύξηση των τιμών, ενώ ένας ευρύτερα αρνητικός αντίκτυπος στη δοκιμαζόμενη παγκόσμια οικονομία δεν αποκλείεται.


http://www.onalert.gr