Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Αντιεισαγγελέας κατέθεσε αγωγή στο ΣτΕ κατά του Μνημονίου ΙΙΙ


      Η πρώτη αγωγή δικαστή με την οποία ζητάει να κριθεί αντισυνταγματικό και αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το Μνημόνιο ΙΙΙ (Ν. 4093/2012) κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με όσα αναφέρει το ΑΜΠΕ, και αφορά το σκέλος εκείνο που μειώνει αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 τις αποδοχές και τις συντάξεις των
δικαστικών λειτουργών και ρυθμίζει τμηματικά τον τρόπο επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών», στο Δημόσιο. Δηλαδή την τμηματική επιστροφή των επιπλέον πόσων που έλαβαν από την 1.8.2012 μέχρι την εκπνοή του τρέχοντος έτους, λόγω της αναδρομικής μείωσης των αποδοχών και των συντάξεών τους.

Να σημειωθεί ότι οι δικαστές λένε ότι με την είσοδο του νέου έτους αναμένεται να κατατεθούν σωρεία παρόμοιων αγωγών στη Δικαιοσύνη.

Ειδικότερα, αντεισαγγελέας Πρωτοδικών της Θεσσαλονίκης κατέθεσε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητάει να ακυρωθεί η από 14.11.2012 απόφαση του υπουργού Οικονομικών που προβλέπει την επιστροφή «των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων» που προκύπτουν από την εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙΙ (αναδρομική μείωση αποδοχών και συντάξεων).

Παράλληλα, ζητάει να ακυρωθεί και η υποπαράγραφος Γ 1 του Μνημονίου ΙΙΙ που αφορά τις μισθολογικές διατάξεις των απασχολουμένων στον Δημόσιο τομέα.

Ο αντεισαγγελέας υποστηρίζει ότι οι περικοπές των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών παραβιάζουν τα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμά τους στην περιουσία, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην έννοια της περιουσίας, όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνονται τόσο οι αποδοχές, όσο και οι συντάξεις.

Ο εισαγγελικός λειτουργός επισημαίνει ότι δεν προσέφυγε στο Μισθοδικείο, γιατί έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι στο Μισθοδικείο υπάγονται μόνο ατομικές μισθολογικές, συνταξιοδοτικές και φορολογικές υποθέσεις δικαστών και η προσφυγή του αφορά «ακυρωτική διαφορά» που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ.

Αναλυτικότερα, ο αντεισαγγελέας επαναλαμβάνει ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, πρέπει να είναι ισότιμες με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής).

Ακόμη, επισημαίνει ότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο νομοθέτης υποχρεούται να παρέχει στο δικαστή, αφενός μεν αποδοχές, επαρκείς και ανάλογες του λειτουργήματός του, αφετέρου τις κατάλληλες συνθήκες και υποδομές, ώστε αυτός να είναι σε θέση να επιτελεί «το δικαιοδοτικό του έργο» στο υψηλό επίπεδο που επιτάσσουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.

Αυτό όμως δεν συμβαίνει, καθώς η Πολιτεία αδυνατεί να προσφέρει στους δικαστές την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, αλλά ούτε «διατηρεί πρόσφορες συνθήκες ομαλής και ορθολογικής άσκησης του δικαιοδοτικού έργου», υποσημειώνει ο αντεισαγγελέας.

Η υποστελέχωση και η έλλειψη εξειδίκευσης των γραμματειών των δικαστηρίων, η απουσία χώρων εργασίας και μελέτης (γραφεία, κ.λπ.) καθώς και βιβλιοθηκών, έστω και σε υποτυπώδη μορφή -συνεχίζει ο αντεισαγγελέας- στα περισσότερα δικαστήρια, η έλλειψη μηχανοργάνωσης και ηλεκτρονικής διακίνησης των εγγράφων αποτελούν χαρακτηριστικές παθογένειες της ελληνικής Δικαιοσύνης, οι οποίες, συνδυαζόμενες με τον αυξημένο φόρτο εργασίας και το συσσωρευμένο όγκο των υποθέσεων, «δυσχεραίνουν υπέρμετρα την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου» των δικαστικών λειτουργών.

Για το λόγο αυτό, τονίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, η Πολιτεία από το 1997 έχει χορηγήσει στους δικαστές ειδικά επιδόματα (αντισταθμιστικό επίδομα, πάγια αποζημίωση, κ.λπ.).

Έτσι, οι αποδοχές των δικαστών μπορούν να περικοπούν μόνο εφόσον αυτό επιβάλλεται «από την ανάγκη αντιμετώπισης εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, μετά από αιτιολογημένο αποκλεισμό άλλων εναλλακτικών λύσεων».

http://ysterografa.gr