Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (11ο μέρος)

Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 11ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.


Οι βρετανο-σοβιετικές σχέσεις, το ΕΑΜικό κίνημα Αντίστασης και ο Δεκέμβρης (Β)

Στις 15 Απριλίου 1944 φτάνει στο Κάιρο ο Γ. Παπανδρέου. Στις 23 του μηνός οι Βρετανοί εξαναγκάζουν σε παραίτηση τον Βενιζέλο και την επομένη με δική τους προτροπή ο Βασιλιάς Γεώργιος χρήζει τον Παπανδρέου Πρωθυπουργό. Η επόμενη κίνηση των Άγγλων είναι να απαιτήσουν από την ΕΣΣΔ να υποστηρίξει την κυβέρνηση Παπανδρέου. Η ΕΣΣΔ αρνείται κατηγορηματικά. Στο τηλεγράφημα που ο Μολότοφ στέλνει στον Τσόρτσιλ, με ημερομηνία 28/4/1944, μεταξύ άλλων, αναφέρεται[1]: «Στην ελληνική κυβέρνηση έχουν γίνει νέες αλλαγές, που κάθε άλλο παρά δείχνουν ότι έχει σταθεροποιηθεί η κατάσταση ή ότι έχουν ληφθεί υπόψην οι νόμιμες διεκδικήσεις των ελλήνων, των αντιπροσώπων του ελληνικού εθνικού κινήματος. Από τα μηνύματά σας και από την ομιλία σας στη βουλή των κοινοτήτων, γίνεται φανερό, ότι η βρετανική κυβέρνηση ελέγχει κατά τον πλέον άμεσο τρόπο τις ελληνικές υποθέσεις και την ελληνική κυβέρνηση. Από την άλλη μεριά, καταλαβαίνετε, βεβαίως, ότι η σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχτεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις ελληνικές υποθέσεις ή για μέτρα που πήρε η Βρετανική κυβέρνηση».

Η Βρετανία απειλεί την ΕΣΣΔ με ρήξη σχέσεων
Οι διπλωματικές ζυμώσεις και τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες γύρω από το ελληνικό συνεχίζονται αμείωτα τις επόμενες μέρες και ο Τσόρτσιλ βλέποντας τον κίνδυνο να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα εις βάρος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας του στα Βαλκάνια και κυρίως σ' ότι αφορά στο ελληνικό ζήτημα δεν διστάζει να εξετάσει ανοικτά και το ενδεχόμενο της ρήξης με τη Σοβιετική Ένωση. Σε σημείωμα του προς τον Ήντεν, με ημερομηνία 4/5/1944, λέει[2]: «Παρακαλώ εξετάστε την περίπτωση ανακλήσεως του πρεσβευτή μας από τη Μόσχα για συνομιλίες. Τη στιγμή αυτή, θα δημιουργούσε ένα καλό χάσμα στις σχέσεις μας με τους Ρώσους. Ο Άβερελ Χάρριμαν[3] έχει ήδη φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γνωστοποιήστε μου έπ’ αυτού τη γνώμη σας. Ο ίδιος δεν είμαι και τόσο βέβαιος, αλλά προφανώς πάμε για αναμέτρηση με τους Ρώσους λόγω των κομμουνιστικών συνωμοσιών τους στην Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα και δεν νομίζω ότι θα τους άρεσε πάρα πολύ να μην έχουν εκεί ούτε Βρετανό ούτε Αμερικάνο πρεσβευτή. Νομίζω ότι η στάση τους γίνεται καθημερινά και περισσότερο δύσκολη. Ελπίζω ότι θα συζητήσατε το θέμα με τον Χάρριμαν. Βρείτε μια ευκαιρία να με κατατοπίσετε σχετικώς».
Την ίδια μέρα με νέο μήνυμά του ο Τσόρτσιλ ζητά από τον Ήντεν να υποβάλει στο υπουργικό συμβούλιο ένα υπόμνημα «όπου θα εκτίθενται συνοπτικώς τα ζητήματα που χωρίζουν τη σοβιετική κυβέρνηση από εμάς και που αφορούν, την Ιταλία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως την Ελλάδα». Και συνέχιζε: «Το πρόβλημα έχει γενικώς ως εξής: Θα δεχτούμε την κομουνιστικοποίηση των Βαλκανίων και ίσως της Ιταλίας;... Εάν αποφασίσωμε να αντισταθούμε στην διείσδυση και στην εισβολή του κομμουνισμού, πρέπει να επωφεληθούμε από την πρώτη ευνοϊκή ευκαιρία που θα μας προσέφερε η εξέλιξις των στρατιωτικών γεγονότων για να διατυπώσομε σαφώς την απόφασή μας. Είναι, εννοείται, απαραίτητο να συμβουλευτούμε προηγουμένως τις Ηνωμένες Πολιτείες.»[4].
Βέβαια η ρήξη με τον τρόπο που την αναφέρει παραπάνω ο Τσόρτσιλ δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Εντούτοις φαίνεται καθαρά πως αντιμετώπιζε η χώρα του την αντιχιτλερική συμμαχία- ιδιαίτερα δε τη συμμαχία με την ΕΣΣΔ- στις συνθήκες του πολέμου και μάλιστα στη φάση εκείνη που η πλάστιγγα έγερνε σε βάρος του φασισμού. Η απειλή για σπάσιμο της αντιχιτλερικής συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση είναι καταφανέστατη από τα παραπάνω, όπως καταφανέστατη είναι και διαπίστωση ότι η συμμαχία αυτή δεν αναίρεσε ούτε για μια στιγμή τις ταξικές διαφορές μεταξύ των συμμάχων.
Παράλληλα με την προετοιμασία της ρήξης με την ΕΣΣΔ η Βρετανία συνεχίζει την πολιτική της άσκησης πιέσεων με σκοπό να αποσπάσει την σοβιετική συγκατάθεση που θα της αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία στις ελληνικές υποθέσεις. Συνδέει μάλιστα την Ελλάδα με την Ρουμάνία και προσπαθεί να πετύχει τον στόχο της «προσφέροντας» στην ΕΣΣΔ τη συγκατάθεση της να έχει τον πρώτο λόγο στις ρουμανικές υποθέσεις. Φυσικά ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνεται για σύγκριση της Ελλάδας με την Ρουμανία. Η πρώτη ήταν κατεκτημένη χώρα με ισχυρό αντάρτικο κίνημα που το καθοδηγούσε το ΚΚΕ και η δεύτερη, χώρα που συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό του άξονα.
Στις 5 Μαΐου του 1944 ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Α. Ήντεν καλεί τον σοβιετικό πρεσβευτή στο Λονδίνο Γκούσιεφ και του τονίζει: «Η Ελλάδα είναι δικό μας θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πιστεύαμε ότι έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε τη σοβιετική βοήθεια για την πολιτική μας εκεί όπως εμείς τη δώσαμε προς τους ρώσους στη Ρουμανία»[5].
Ο Γκούσιεφ απαντά εκ μέρους της σοβιετικής κυβέρνησης στις 18 Μαΐου προβάλλοντας την απαίτηση στο διακανονισμό που ζητάει η Βρετανία- να έχει τον πρώτο λόγο όσον αφορά τις στρατιωτικές δραστηριότητες στην Ελλάδα και η ΕΣΣΔ αντίστοιχα στη Ρουμανία- πρέπει να υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ[6]. Μ' αυτό τον τρόπο η σοβιετική διπλωματία απέφυγε οποιαδήποτε δέσμευση και ταυτόχρονα πήρε παράταση χρόνου που της χρειαζόταν. Η θέση της ήταν δύσκολη. Αντιλαμβανόταν που το πήγαιναν οι Άγγλοι αλλά απ' όποια πλευρά κι αν εξεταστεί το θέμα δεν ήταν εύκολο σε συνθήκες πολέμου να αρνηθεί ένα στρατιωτικό διακανονισμό με τη σύμμαχό της. Επίσης, εμπλέκοντας στην υπόθεση και τις ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση επιδίωκε να εκμεταλλευτεί τις Αμερικανοβρετανικές αντιθέσεις και να παραλύσει ή να αδυνατίσει τα βρετανικά σχέδια.                    
        
Η ΕΣΣΔ, η Βρετανία και η Ελλάδα μετά το Λίβανο
Όλα όσα αναφέραμε μέχρι αυτό το σημείο αφορούν στην πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και της Μεγάλης Βρετανίας για την Ελλάδα, πριν τη διάσκεψη του Λιβάνου και την υπογραφή του περιβόητου συμβολαίου ανάμεσα στον αστικό πολιτικό κόσμο και το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης. Ας δούμε όμως πως ακριβώς εξελίχθηκε το θέμα μετά το Λίβανο καθώς οι βρετανοί- όπως προαναφέραμε- έχουν προτείνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στη Ρουμανία να την έχει η ΕΣΣΔ και στην Ελλάδα να την έχουν αυτοί ενώ οι σοβιετικοί ζήτησαν να υπάρξει διατυπωμένη άποψη για το ζήτημα και από τις ΗΠΑ .
Στις 19 του Ιουνίου του 1944 ο Ήντεν με γράμμα του στον σοβιετικό πρεσβευτή Γκούσιεφ πληροφορεί τη σοβιετική κυβέρνηση: «Συμβουλευθήκαμε την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και αυτή συμφώνησε με τον προτεινόμενο διακανονισμό. Όμως αισθάνονται κάποια ανησυχία, μήπως επεκταθεί πέρα από τις παρούσες συνθήκες για τις οποίες έχει προταθεί και θα οδηγήσει στη διαίρεση των βαλκανικών χωρών σε σφαίρες επιρροής. Εμείς από την πλευρά μας είχαμε πάντα ως σκοπό ότι η συμφωνία θα εφαρμοστεί μόνο στις πολεμικές συνθήκες και δεν πρέπει να θίξει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που κάθε μια από τις τρεις κυβερνήσεις μας θα έχει να ασκήσει κατά τον ειρηνικό διακανονισμό και μετά σχετικά με όλη την Ευρώπη. Με σκοπό να διαφυλάξουμε τη συμφωνία από κάθε κίνδυνο να επεκταθεί πέραν από το σκοπό για τον οποίο έχει αποφασιστεί, προτείναμε στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, και αυτή συμφώνησε, ότι πρέπει να δοθεί μια τρίμηνη δοκιμαστική περίοδος μετά την οποία το θέμα θα επανεξεταστεί από τις τρεις κυβερνήσεις μας. Εν τούτοις ελπίζω η Σοβιετική κυβέρνηση θα συμφωνήσει να τεθεί σε ισχύ ο διακανονισμός πάνω σ' αυτή τη βάση».
Η ΕΣΣΔ απορρίπτει τη νέα βρετανική πρόταση. Στις 30 Ιουνίου ο Γκούσιεφ δίνει στον Ήντεν της εξής απάντηση εκ μέρους της κυβέρνησής του: «Δεδομένου ότι με πληροφορήσατε τώρα πως σε σχέση με τον ηγετικό ρόλο της ΕΣΣΔ στις ρουμάνικες υποθέσεις και της Μ. Βρετανίας στις ελληνικές υποθέσεις, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας ξεκινούν από τη βάση ότι η βρετανική πρόταση πρέπει να αναφέρεται στις πολεμικές συνθήκες και ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ εκφράζει ορισμένες αμφιβολίες μήπως ο διακανονισμός επεκταθεί πέρα από τις παρούσες συνθήκες και οδηγήσει σ' ένα διαχωρισμό των Βαλκανίων σε σφαίρες επιρροής και ότι προτείνεται να ισχύσει για μια δοκιμαστική περίοδο, η Σοβιετική κυβέρνηση το θεωρεί αναγκαίο να μελετήσει αυτό το ζήτημα προσεκτικότερα. Επιβάλλεται να πράξει έτσι ώστε να εξακριβώσει αν η πραγματοποίηση μιας τέτοιας πρότασης θα εισάγει κάποιο νέο στοιχείο στη ντε φάκτο κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Η Σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί ακόμα ότι θα ήταν χρήσιμο να έλθει σε απευθείας επαφή με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών με σκοπό να πληροφορηθεί πιο λεπτομερώς για τη στάση της πάνω σ' αυτό το θέμα»[7].
Η Αγγλία θα συνεχίσει να πιέζει την ΕΣΣΔ. Στις 11 Ιουλίου ο Τσόρτσιλ απευθύνεται στον ίδιο τον Στάλιν για το θέμα. Ο Στάλιν απαντά 4 μέρες μετά, στις 15 του ίδιου μήνα, παραπέμποντας τον βρετανό πρωθυπουργό στην θέση που ανέπτυξε ο Γκούσιεφ με το πιο πάνω μήνυμά του στον Ήντεν[8].
Παράλληλα η Σοβιετική Ένωση με μνημόνιο του πρεσβευτή της στις ΗΠΑ Α. Γρομύκο απευθύνεται στο Αμερικάνικο υπουργείο εξωτερικών, την 1η Ιούλη του 1944, και ζητά απευθείας την γνώμη της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών πάνω στο θέμα. Οι αμερικάνοι απαντούν στις 15 Ιουλίου επιβεβαιώνοντας την ακρίβεια των όσων ο Ήντεν αναφέρει στο παραπάνω γράμμα του στο Σοβιετικό πρεσβευτή στην Μ. Βρετανία. Όμως η ΕΣΣΔ- και μετά απ' αυτό- δεν θα δώσει πράσινο φως στους Άγγλους ώστε να τεθεί σε ισχύ ο διακανονισμός που ζητούσαν.
Ο βρετανοσοβιετικός συμβιβασμός στις ελληνικές υποθέσεις
Τη συγκατάθεσή της στους Βρετανούς, να έχουν τον πρώτο λόγο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η Σοβιετική Ένωση θα τη δώσει στις 23 Σεπτέμβρη του 1944. Αλλά μέχρι τότε τι είχε συμβεί; Ας το δούμε αναλυτικότερα
α) Στις 16 Αυγούστου του 1944 ο Τσόρτσιλ με τηλεγράφημά του στον Ρούσβελτ ζητά να ετοιμαστούν από κοινού για την αποστολή μιας βρετανικής δύναμης 10.000 ανδρών στην Ελλάδα ούτως ώστε με την αποχώρηση των γερμανών να μην κυριαρχήσει το ΕΑΜ. «Δεν πιστεύω ότι θα σας άρεσε- λέει ο Τσόρτσιλ στον Ρούσβελτ- περισσότερο απ' όσο αρέσει σε μένα η προοπτική να κυριαρχήσει εκεί το χάος, να γίνουν οδομαχίες ή να εγκαθιδρυθεί μια τυραννική κομμουνιστική κυβέρνηση»[9]. Ο Ρούσβελτ απαντάει στις 26 Αυγούστου λέγοντας[10]: «Δεν έχω αντίρρηση να κάνετε προετοιμασίες για να έχετε σε ετοιμότητα μια επαρκή βρετανική δύναμη για να διατηρήσει την τάξη στην Ελλάδα όταν εκκενώσουν αυτή τη χώρα οι γερμανικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει επίσης αντίρρηση να χρησιμοποιηθούν από τον στρατηγό Ουίλσον τα διαθέσιμα αμερικάνικα μεταγωγικά αεροπλάνα που μπορούν να εξοικονομηθούν από άλλες επιχειρήσεις».
Η συμφωνία αυτή Βρετανίας- ΗΠΑ για επέμβαση στην Ελλάδα επιβεβαιώθηκε και στη συνάντηση Τσόρτσιλ- Ρούσβελτ που έγινε στο διάστημα από 11 ως 19 Σεπτέμβρη του 1944 στο Κεμπέκ του Καναδά.
β) Στις 2 Σεπτέμβρη του 1944 ορκίστηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ, της ΠΕΕΑ και του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Την ίδια μέρα ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου στρατηγός Ουίλσον διόρισε τον Σκόμπυ διοικητή των χερσαίων δυνάμεων στην Ελλάδα και τον αμερικάνο στρατηγό Πέρσυ Σάντλερ αναπληρωτή διοικητή για τη βοήθεια και τις επανορθώσεις. Στις 4 Σεπτεμβρίου έγινε υπουργικό συμβούλιο με την συμμετοχή των υπουργών του ΕΑΜικού κινήματος και αποφασίσθηκε ομόφωνα η κυβέρνηση να απευθύνει μήνυμα προς τον ελληνικό λαό στο οποίο, μεταξύ άλλων λεγόταν: «Πολιτικόν πρόγραμμα της κυβερνήσεως αποτελεί το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου»[11]. Η πλάστιγγα, λοιπόν, από κάθε άποψη έχει γείρει προς την μεριά της Βρετανίας, γεγονός που η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να μην το λαμβάνει υπόψην της.
γ) Τον Σεπτέμβρη του 1944 ο Σοβιετικός στρατός βρισκόταν κοντά στα εληνοβουλγαρικά σύνορα και εξεταζόταν η περίπτωση να μπει σε ελληνικό έδαφος. Η Βρετανία θορυβείται και αποφασίζει να δράσει δυναμικά. Δίνονται οι σχετικές εντολές στον πρεσβευτή της στη Μόσχα και αυτός παραδίδει στις 22 Σεπτεμβρίου στον Βυσίνσκι μνημόνιο της βρετανικής κυβέρνησης προς τη σοβιετική. Στο μνημόνιο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται[12]: «Δεδομένου ότι η Ελλάδα ήταν και είναι στη σφαίρα των βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας υποθέτει ότι η Σοβιετική Ένωση δεν σκοπεύει να στείλει δυνάμεις στην Ελλάδα. Αν όμως οι περιστάσεις, οποιαδήποτε στιγμή, το απαιτήσουν η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας το θεωρεί πολύ σημαντικό ότι τα σχέδια της Σοβιετικής κυβέρνησης θα πρέπει να συντονιστούν με τα δικά της». Το μήνυμα είναι καθαρό: Η Ελλάδα είναι δικιά μας υπόθεση γι' αυτό μην τολμήσετε και μπείτε μέσα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ΕΣΣΔ- ευρισκόμενη προ τετελεσμένων γεγονότων και με καθοριστική την ευθύνη γι' αυτό του ΕΑΜικού κινήματος- δέχεται να μην στείλει στρατεύματα στην Ελλάδα και εγκρίνει την αποστολή των βρετανικών στρατευμάτων στον ελληνικό χώρο.
Υπάρχει όμως και μιαν άλλη πλευρά που καθόρισε αυτή τη στάση της ΕΣΣΔ. Για την σοβιετική κυβέρνηση- αν εξετάσουμε το θέμα με όρους στρατιωτικούς αλλά και με όρους της διεθνούς ταξικής πάλης- είχε μεγάλη σημασία η ταχύτητα με την οποία θα επέλαυνε στην Ευρώπη ο κόκκινος στρατός. Μην ξεχνάμε ότι το ποιος θα έφτανε πρώτος στο Βερολίνο αλλά και το τι εδάφη θα απελευθέρωνε στην πορεία δεν ήταν απλό πολεμικό ζήτημα αλλά και ταυτόχρονα ταξικό - πολιτικό. Επομένως μια είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων στην Ελλάδα σήμαινε αναμφισβήτητα καθυστέρηση και φυσικά, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία, εμπλοκή στην αντιχιτλερική συμμαχία με σοβαρές επιπτώσεις. Εξαναγκασμένη λοιπόν από τα πράγματα (τη συμφωνία ΗΠΑ- Βρετανίας και τα λάθη του ΕΑΜικού κινήματος) η Σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορούσε να πράξει αλλιώς. Επίσης ήταν υποχρεωμένη τώρα να επιδιώξει την όσο το δυνατόν γρήγορη εμφάνιση των βρετανικών στρατευμάτων σε ελληνικό έδαφος. Και τούτο για τους εξής λόγους: Η είσοδος του κόκκινου στρατού στα Βαλκάνια ανάγκαζε τις γερμανικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για να μην αποκοπούν από τις υπόλοιπες δυνάμεις τους στις βαλκανικές χώρες και στην Ευρώπη, γεγονός που θα σήμαινε την μοιραία εξόντωσή τους. Μια αποχώρηση όμως των Γερμανών από το ελληνικό έδαφος σήμαινε προβλήματα για τον κόκκινο στρατό που θα έβρισκε αυτές τις δυνάμεις μπροστά του και συνεπώς σθεναρότερη αντίσταση στην επέλασή του προς την Ευρώπη. Έτσι εφόσον δεν μπορούσε να αποτραπεί η βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα, ήταν προς το συμφέρον του κόκκινου στρατού αυτή να γίνει το συντομότερο ώστε να χτυπηθούν ουσιαστικά και αποφασιστικά οι γερμανικές δυνάμεις. Φυσικά η Βρετανία που αντιλαμβανόταν την ουσία των πραγμάτων πραγματοποίησε την απόβαση στη χώρα μας όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αποχωρούν και δεν έκανε τίποτα για να τους χτυπήσει. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να έρθει σε συμφωνία με τον Χίτλερ για την ανεμπόδιστη αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος[13]. Όμως γι' αυτό δεν μπορεί να ζητήσει κανείς ευθύνες από την η ΕΣΣΔ.

Στο επόμενο: Μοίρασαν τον κόσμο Στάλιν και Τσόρτσιλ; Η αλήθεια για την συνάντηση στη Μόσχα τον Οκτώβρη του ‘44

Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος