Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και το ΚΚΕ

του Γιώργου Πετρόπουλου
Σμύρνη. Πρωτομαγιά[1] του 1919. Ο ελληνικός πληθυσμός ασχολείται αμέριμνος με τις δουλειές του αδυνατώντας να φανταστεί ότι λίγες ώρες αργότερα γεγονότα ιστορικής σημασίας θα συγκλονίσουν την ζωή του. Γύρω στις δυο το μεσημέρι παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα στη Μητρόπολη απ’ όπου κλητήρες αναχωρούν για να ειδοποιήσουν τους δημογέροντες και τους Κοινοτικούς Συμβούλους ότι στις 4 το απόγευμα θα υπάρξει έκτακτη συνεδρίαση.
Όντως περί τις 4 μ.μ. στο Μέγα Συνοδικό της Μητρόπολης έχει συγκεντρωθεί όλη η ελληνική αφρόκρεμα της πόλης. «Ο κόσμος- γράφει ο Μιχαήλ Ροδάς[2]- είχε αντιληφθή ότι κάτι έκτακτον συμβαίνει και ήρχισε να συγκεντρούται εις τον περίβολον της Αγίας Φωτεινής». Η μεγάλη αίθουσα του μητροπολιτικού μεγάρου είχε γεμίσει ασφυκτικά κι όλα ήταν έτοιμα για τη έναρξη της συνεδρίασης που όμως καθυστερούσε διότι δεν είχε φτάσει ακόμη ο Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη Ναύαρχος Ηλ. Μαυρουδής. Όταν έφτασε, λόγω του συγκεντρωμένου πλήθους, μόλις μετά βίας μπήκε στην αίθουσα. Τότε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ανέβηκε στο βήμα. Ο λόγος απολύτως σαφής δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για παρανοήσεις. Είπε:

«Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγισαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά την σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μαΐου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμενον… Η αποβίβασις των Ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο, το εξωτερικόν φρούριον της Σμύρνης κατελήφθη υπό των ελληνικών στρατευμάτων. Αύριο οι ελευθερωτές μας εισέρχονται… Η μικρά και ένδοξος Ελλάς, μεγενθυνομένη ούτω, θα βαδίση γοργώ τω βήματι προς ένδοξότατον μέλλον… Το ζήτημα ήτο να θέση άπαξ τον πόδα της επί της Μικράς Ασίας και της Θράκης και τον έθηκε πλέον βαρύν».
Και κατέληξε ενθουσιωδώς: «Ζήτω η Μεγάλη μας Πατρίς Ελλάς. Ζήτω η Ελληνική Σμύρνη. Ζήτω ο Βενιζέλος. Ζήτω ο ναύαρχός μας Ηλίας Μαυρουδής. Ζήτω η ένωσίς μας μετά της μητρός Ελλάδος».
Τον Χρυσόστομο διαδέχθηκε στο βήμα ο Ναύαρχος Ηλ. Μαυρουδής, ο οποίος ήταν και ο κομιστής των… καλών νέων .«Κύριοι, είπε, όταν προ τινών μηνών ήλθον ενταύθα, σας έφερα ελπίδας μόνον. Σήμερον σας φέρω την πραγμάτωσιν μέρους των ελπίδων εκείνων, ως και ελπίδας θετικάς δια την πραγματοποίησιν των υπολειπομένων. Αντί παντός άλλου θα σας αναγνώσω το ακόλουθον τηλεγράφημα του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Βενιζέλου, το οποίο και απευθύνεται προς υμάς και το οποίον έχω εντολήν να σας ανακοινώσω!. Ιδού το τηλεγράφημα. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως σας παρακαλεί εις εκάστην φράσιν του, εις εκάστην λέξιν, εις έκαστον κόμμα ακόμη, να τηρήσετε ευλαβώς τας εντολάς του» [3].
Ο Ναύαρχος Μαυρουδής αρχίζει να διαβάζει:
«Τηλεγράφημα του κ. Βενιζέλου
Το Πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος…»[4].
Η είδηση ήταν χωρίς αμφιβολία συγκλονιστική. Ας δώσουμε όμως πάλι στον Μ. Ροδά το λόγο να περιγράφει τις στιγμές που ακολούθησαν του διαγγέλματος του Βενιζέλου. «Μετά την ανάγνωσιν του ανωτέρω διαγγελματος- γράφει[5]- επηκολούθησαν νέοι εναγκαλισμοί μεταξύ των πολιτών όλων των τάξεων. Οι γέροντες έκλαιον, διότι επί των ημερών των έβλεπον το όνειρον της Ελευθερίας πραγματοποιούμενον… Ο Ηλ. Μαυρουδής, προτού απέλθη της Μητροπόλεως, συνέστησε ψυχραιμίαν και ησυχίαν και ετόνισεν, ότι αξίωσις της Πατρίδος είναι όπως αποδείξωμεν όλοι ότι είμεθα άξιοι της μεγάλης ελευθερίας μας. Διέταξε δε αμέσως, όπως οι πρόκριτοι αναλάβουν να συστήσουν εις τους διευθυντάς των ποτοπωλείων και οινοπωλείων να κλείσουν από της στιγμής εκείνης τα καταστήματά των μέχρις ότου περατωθή το έργο της κατοχής… Η μεγάλη είδησις είχε διαδοθή αστραπιαίως εις όλας τα συνοικίας και εις όλα τα στρώματα. Τα καταστήματα έκλειον το εν μετά το άλλο και ο κόσμος έσπευδεν εις την προκυμαίαν και παρετήρει αγωνιωδώς προς το βάθος του Σμυρναϊκού κόλπου».
                           Η έναρξη της κατοχής- Τα πρώτα θύματα
Εκείνη την πρωτομαγιά, πολύ πρωί από το ελληνικό θωρηκτό «Αβέρωφ» που ήταν αγκυροβολημένο από τις 2/15 Απριλίου στο λιμάνι της Σμύρνης, βγήκαν ένας κελευστής και τέσσερις πεζοναύτες. Κατά τις 8 π.μ. έφτασαν στα γραφεία της ελληνικής εφημερίδας «ΑΜΑΛΘΕΙΑ» και, όπως είχαν διαταγή, επέταξαν τμήμα των τυπογραφείων της, απομόνωσαν τρεις στοιχειοθέτες και πιεστές και τους έδωσαν εντολή να τυπώσουν με απόλυτη μυστικότητα μία προκήρυξη στα ελληνικά και στα τουρκικά.[6].
Κατά το μεσημέρι, στρατιωτικά αγήματα αποβιβάστηκαν από το «Αβέρωφ» και από τα άλλα δύο ελληνικά θωρηκτά που βρίσκοντας στο λιμάνι- το «Λήμνος» και το «Κιλκίς»- και κατέλαβαν διάφορα σημεία τη Προκυμαίας, ενίσχυσαν τη φρουρά του ελληνικού προξενείου κι έλαβαν θέσεις για την κατάληψη του τουρκικού εξωτερικού φρουρίου της Σμύρνης. Ταυτόχρονα αγήματα αποβιβάστηκαν και από τα συμμαχικά πλοία της ΑΝΤΑΝΤ που βρίσκονταν εκεί, με σκοπό τη φρούρηση των δικών τους Αρμοστειών[7].
2 Μαΐου 1919, ώρα 2 το πρωί. Η νηοπομπή που μετέφερε το Στρατό Κατοχής αναχώρησε από τον Κόλπο της Γέρας της Λέσβου με προορισμό τη Σμύρνη. Με την αναχώρηση κοινοποιήθηκε στους αξιωματικούς και στους οπλίτες η Ημερήσια Διαταγή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου η οποία έλεγε[8]: «Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η δια του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ’ όλην την μακράν του ιστορίαν… Η Συνδιάσκεψις δεν απέφάσισεν ακόμη οριστικώς επί των εθνικών μας διεκδικήσεων, αλλ’ η τιμή την οποία μας κάμνει, να μας εμπιστευθή την εξασφάλισιν της τάξεως εις τη μητέρα της Ιωνίας, αποδεικνύει ποίαν προς ημάς έχει εμπιστοσύνην και της εμπιστοσύνης αυτής είμαι βέβαιος θα αποδιχθήτε άξιοι…».
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στην ημερήσια διαταγή του προς το στρατό ο Βενιζέλος είναι περισσότερο προσεκτικός, απ’ ότι στο διάγγελμά του προς το λαό της Σμύρνης που είχε διαβάσει λίγες ώρες πριν στη συγκέντρωση της Μητρόπολης ο Ναύαρχος Μαυρουδής. Το γεγονός αυτό ο Μαρκεζίνης το χαρακτηρίζει περίεργο και προσθέτει[9]«Η μόνη ως εκ τούτου εξήγησις πρέπει να αναζητηθή, κατά τον γράφοντα, εις πρόσκαιρον απώλειαν αυτοελέγχου υπό την ζωηράν επίδρασιν εκ του μεγάλου πράγματι γεγονότος, το οποίον είχε καταστή βίωμα δι’ εκείνον».
Ο ισχυρισμός του Μαρκεζίνη δεν είναι πειστικός, πολύ περισσότερο που αναφέρεται σε έναν πολιτικό σαν τον Βενιζέλο. Η εξήγηση της διάστασης που υπάρχει ανάμεσα στα δύο κείμενα του τότε πρωθυπουργού δεν είναι καθόλου ψυχολογική αλλά απολύτως πολιτική. Ο Βενιζέλος ήθελε τον ελληνικό λαό της Σμύρνης να προηγείται με τη δράση του και τις απαιτήσεις του των στρατιωτικών ενεργειών για να μπορεί να εμφανίζει στις μεγάλες δυνάμεις ότι συνέβαινε- αλλά και τις γενικότερες εδαφικές διεκδικήσεις- ως απόρροια της λαϊκής θέλησης κι όχι απλά ως αποτέλεσμα των ενεργειών ενός στρατού κατοχής.
Την ίδια ώρα που οι οπλίτες και οι αξιωματικοί άκουγαν την ημερήσια διαταγή του Βενιζέλου στους τοίχους της Σμύρνης έχει τοιχοκολληθεί η προκήρυξη που τυπώθηκε- στα ελληνικά και στα τουρκικά- στα τυπογραφεία της «ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ». Από τους τίτλους και μόνο του κειμένου ήταν σαφές τι έμελλε να ξημερώσει.
«Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
                 ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ’ εντολήν της κυβερνήσεως μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ. Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει τη εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως…»[10].
Μόλις ξημέρωσε ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης κατέβηκε στο λιμάνι περιμένοντας να υποδεχτεί τα ελληνικά στρατεύματα ως ελευθερωτές. Δυστυχώς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα ακολουθούσε μετά από τρία χρόνια. Στις 7.30 π.μ. μπήκε στο λιμάνι το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ, ακολούθησε το ακτοπλοϊκό ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ, στη συνέχεια το υπερωκεάνιο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ, κατόπιν το ακτοπλοϊκό ΑΔΡΙΑΤΙΚΟΣ και το ΕΛΔΑ. Σε μεγάλη απόσταση φαίνονταν να έρχονται τα βραδύπλοα σκάφη ΚΑΛΟΥΤΑΣ, ΑΘΗΝΑ, ΡΕΠΟΥΛΗΣ, ΑΡΗΣ, ΟΥΡΑΝΙΑ, ΞΕΝΟΥΛΑ, ΑΡΓΟΛΙΣ και ΔΕΛΦΙΝΙ.
Τα στρατιωτικά τμήματα της 1ης Ελληνικής Μεραρχίας, σιγά- σιγά και με τάξη αποβιβάστηκαν. Ο κόσμος παραληρούσε κι ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, «φέρων τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του, επάνω εις το αμάξι που το έφερε από τη Μητρόπολιν, κάτωχρος ευλογούσε τους αποβιβαζομένους»[11]. Λίγα λεπτά μετά τις ευλογίες τμήματά του ελληνικού στρατού «κατά την κίνησή τους μέσα στην πόλη, προσβλήθηκαν αιφνιδιαστικά από Τούρκους στρατιώτες και πολίτες»[12].
Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή του γεγονότος όπως καταγράφεται στα ιστορικά εγχειρίδια του ελληνικού στρατού: «Περί την 10.30 ήρχισαν ν’ ακούωνται πυροβολισμοί προερχόμενοι εκ της κατευθύνσεως του τελωνείου και τινών παραλιακών οικιών. Επειδή εξελήφθησαν ως πυροβολισμοί χαράς απεστάλη υπό του Μεράρχου αξιωματικός του Επιτελείου, όστις εντός μικρού χρονικού διαστήματος επανελθών ανέφερεν ότι σοβαρά επίθεσις είχε λάβει χώραν εν τη περιοχή του Διοικητηρίου, καθ’ ον χρόνον διήρχετο εκείθεν το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, προς κατάληψιν των αντικειμενικών του σκοπών»[13].
Η συμπλοκή κράτησε περίπου μία ώρα. Οι ελληνικές απώλειες ήσαν 2 νεκροί και 42 τραυματίες εκ των οποίων οι 9 ήταν πολίτες. Οι Τούρκοι είχαν 5 νεκρούς και 16 τραυματίες εκ των οποίων οι 8 ήταν πολίτες. Επίσης, υπήρχαν 47 νεκροί διαφόρων εθνικοτήτων- πλην ελληνικής και τουρκικής. Τα ελληνικά στρατεύματα συνέλαβαν τον τούρκο στρατιωτικό διοικητή Σμύρνης Ναδήρ Πασσά, 2 στρατηγούς, 28 ανώτερους αξιωματικούς, 123 κατώτερους, 540 οπλίτες και περί του 2.000 άτακτους ενόπλους[14].
Η έναρξη της κατοχής δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία πως τίποτα δεν θα ήταν εύκολο για τα ελληνικά στρατεύματα. Το μέλλον επιφύλασσε πολύ χειρότερες εκπλήξεις.
Ας δούμε, όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήγε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία και το ρόλο που κλήθηκε να παίξει.
                    
Τι δουλειά είχε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη;
Εδώ και 95 χρόνια ως επίσημη δικαιολογία για την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στην Σμύρνη προβάλλεται η παρουσία στα παράλια της Μικράς Ασίας ισχυρού ελληνικού μειονοτικού στοιχείου. Η απόβαση αλλά και η όλη μικρασιατική εκστρατεία εμφανίζεται με μανδύα εθνικό- απελευθερωτικό με αποτέλεσμα να συγκαλύπτεται η ιστορική αλήθεια και να καθαγιάζεται μια στρατιωτική επιχείρηση που ξεκίνησε πάνω στην αντιδραστική βάση της υποδούλωσης ενός άλλου λαού για να καταλήξει στην καταστροφή και στον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής. Από τυπικής απόψεως τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων. Αλλά όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Ψυρούκης[15]«η απόφαση για αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία άνοιγε διάπλατα το δρόμο της τυχοδιωκτικής περιπέτειας και της καταστροφής… Η απόφαση είχε παρθεί πίσω από τις πλάτες τη Ιταλίας και χωρίς καμία εγγύηση για τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας ή καλύτερα με τη βεβαιότητα ότι η στάση τους θα άλλαζε οπωσδήποτε και μάλιστα πολύ σύντομα».
Σε γενικές γραμμές η στάση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκείνης- όπως συμβαίνει άλλωστε πάντοτε- καθοριζόταν από τα γενικότερα στρατηγικά τους συμφέροντα και την εκάστοτε συγκυρία που τα επηρέαζε. Ειδικότερα για το ζήτημα που εξετάζουμε είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει στα απομνημονεύματά του ο Αλέξανδρος Μαζαράκης- Αινιάν: «Όταν απεφασίσθη- σημειώνει[16]- υπό των μεγάλων συμμάχων (Απρίλιος 1919) η αποστολή ελληνικού στρατού εις Σμύρνην, είχεν ήδη ως ελέχθη κατ’ αρχήν αποφασισθή η παραχώρησις εις την Ελλάδα της Δυτικής Μικράς Ασίας… Η πρώτη προσφορά της Δυτικής Μικράς Ασίας εγένετο υπό της Αγγλίας εις τη Ελλάδα τον Ιανουάριον του 1915 δια να εξέλθη της ουδετερότητος. Ματαιωθείσης όμως ταύτης συνήψαν αι δυτικαί δυνάμεις τας προς την Ρωσίαν και Ιταλίαν συμφωνίας του 1915 και του 1917 δι’ ων ανεγνωρίζετο εις αμφοτέρας παραχωρήσεις εις Μικράν Ασίαν, εις δε την Ιταλίαν δια της τελευταίας συμφωνίας του Απριλίου 1917 παρεχωρείτο η Δυτική Μικρά Ασία μέχρι και της Σμύρνης συμπεριλαμβανομένης».
Ο κυνισμός των μεγάλων δυνάμεων να μοιράζουν εδάφη που δεν τους ανήκαν δεξιά και αριστερά αποκαλύπτεται περίφημα στα λόγια του Α. Μαζαράκη. Εντούτοις ο συγγραφέας κάνει λάθος όταν ισχυρίζεται ότι το 1919 είχε αποφασιστεί η παραχώρηση από μέρους τους της Δυτικής Μικράς Ασίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αντίθετες με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία δεδομένου ότι στη σύγκρουση τους με τους Αγγλογάλλους για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής είχαν συμφέρον να μην διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τη θέση τους αυτή την είχαν εκφράσει απερίφραστα με το γνωστό διάγγελμα των «14 σημείων» το προέδρου Ουίλσον, όπου στο 12οσημείο εκφραζόταν ρητή και κατηγορηματική άρνηση στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ιταλία που κατείχε τα Δωδεκάνησα, είχε σαφείς βλέψεις στην περιοχή της Μικράς Ασίας, ανταγωνιζόταν ευθέως την Ελλάδα και το Μάρτη του 1919 δεν δίστασε να κάνει απόβαση στη Αττάλεια σχεδιάζοντας να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις κτήσεις της. Την κατάσταση περιέπλεκε περισσότερο το γεγονός ότι «η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία είχαν υποσχεθεί την παραχώρηση των μικρασιατικών παράλιων εδαφών στην Ιταλία»[17].
Πως όμως φτάσαμε να ληφθεί απόφαση υπέρ της ελληνικής στρατιωτικής απόβασης στη Σμύρνη; Επρόκειτο για εκδήλωση εύνοιας προς την Ελλάδα από τις μεγάλες δυνάμεις; Γράφει ο πρέσβης Κ. Σακελλαρόπουλος[18]«Η Απόφασις να ανατεθή εις ελληνικάς δυνάμεις η κατάληψις της Σμύρνης ελήφθη, όπως έχει εκτεθή, κατά τρόπον εντελώς αιφνίδιον, σχεδόν αιφνιδιαστικόν, εις μίας στιγμήν κατά την οποίαν η συμπτωματική συνύπαρξις και αλληλεπίδρασις ωρισμένων συντελεστών έκαμε την λύσιν αυτήν ανεκτήν, δια την έλλειψην άλλης καλυτέρας. Μόνος οLloydGeorge, μεταξύ των συμμάχων, σχεδόν και μεταξύ των Άγγλων, θα ήτο ίσως κατ’ αρχήν διατεθειμένος να τη εισηγηθή και τη υποστηρίξη υπό οποιασδήποτε περιστάσεις. Αλλά ασφαλώς θα απετύγχανε να την επιβάλη αν οι Ιταλοί δεν είχον ήδη καταλάβει το νοτιοδυτικόν τμήμα ης Μικράς Ασίας, αν ο κίνδυνος να επεκτείνουν την κατοχήν των και επί της Σμύρνης δεν εφαίνετο άμεσος, αν το ζήτημα του Φιούμε δεν είχε φέρει αυτούς εις πλήρη ρήξιν με τον προεδρον Wilson, και αν, εκ της αφορμής αυτής δεν είχον αποχωρήσει από τη διάσκεψιν. Εχρειάσθησαν όλα αυτά δια να δεχθή την πρόταση του Άγγλου πρωθυπουργού- ως κακόν μη χείρον πάντος- και ο Wilson, αλλ’ ιδίως οClemenceau. Ούτε λοιπόν του ενός, ούτε του άλλου την στάσιν ενέπνευσε εύνοιαν προς την Ελλάδα, της οποίας την εις Μικράν Ασίαν επέκτασιν εθεώρουν και οι δύο αντίθετον προς τους σκοπούς και τα συμφέροντα των».
Πέραν των όσων αναφέρει ο Σακελλαρόπουλος, που σχετίζονται κυρίως με την Ιταλία, την ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία επέβαλλαν στις μεγάλες δυνάμεις και οι παρακάτω λόγοί: Η ανικανότητα της Τουρκίας του Σουλτάνου να επιβάλει τάξη στο εσωτερικό της χώρας και να καθυποτάξει το εθνικό επαναστατικό κίνημα, υποχρέωσε τις μεγάλες δυνάμεις να αναζητήσουν ένα ξένο αστυνόμο που θα έφερνε σε πέρας αυτή τη δουλειά ούτως ώστε αυτές να μοιράσουν με τη ησυχία τους την Εγγύς Ανατολή και ιδιαίτερα να κανονίσουν ποιος θα κυριαρχούσε στα πετρέλαια της Μοσούλης και της Μεσοποταμίας. Επίσης υπήρχε διαμάχη αναμεταξύ τους για των έλεγχο των συγκοινωνιακών κόμβων ενώ είχαν σοβαρές ανοικτές πληγές με το αντιαποικιακό κίνημα που φούντωνε στην Ανατολή και το εργατικό επαναστατικό κίνημα που τράνταζε την Ευρώπη με το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου και το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης[19]. Ο έλεγχος επομένως Τουρκίας και ειδικότερα του εθνικοεπαναστατικού κινήματος που γιγαντωνόταν στο εσωτερικό της ήταν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για τα τότε ιμπεριαλιστικά κράτη. Το δύσκολο όμως γι’ αυτά ήταν να βρούνε ένα κράτος χωροφύλακα που θα ήταν κοινής εμπιστοσύνης. Έτσι φτάσαμε στην επιλογή της Ελλάδας, την οποία για μια στιγμή η συγκυρία το έφερε να την ανεχτούν ή να την αποδεχτούν ως χωροφύλακα στη Μικρά Ασία όλες οι μεγάλες δυνάμεις.
Οι εγγλέζοι, που ήσαν και οι υπέρμαχοι της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, κράτησαν αυτή τη στάση διότι αναφορικά με την διαφύλαξη των συμφερόντων τους στην περιοχή, εμπιστεύονταν περισσότερο την Ελλάδα παρά στην Ιταλία που ήταν μια χώρα με αποικιακές κτήσεις και ιμπεριαλιστική συμπεριφορά. Γράφει ο καθηγητής Κ. Σβολόπουλος[20]«Η Βρετανική πλευρά, και ειδικότερα ο πρωθυπουργός Λόυντ Τζώρτζ, υιοθετούσε την άποψη ότι η καλύτερη εξυπηρέτηση των επιδιώξεων του- πολιτικών, στρατηγικών και οικονομικών- στο χώρο της εγγύς ανατολής συνεχόταν με την ενίσχυση του ελληνικού παράγοντα». Ο ίδιος ο Λόυντ Τζώρτζ έλεγε χαρακτηριστικά[21]-
«Οι έλληνες… θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας».
Υπό τέτοιες συνθήκες φτάσαμε στη συνεδρίαση του Ανωτάτου συμμαχικού Συμβουλίου στις 23 Απριλίου/ 6 Μαΐου του 1919- κι ενώ απουσίαζαν οι Ιταλοί αντιπρόσωποι- ο Λ. Τζώρτζ πρότεινε την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Επιφυλάξεις εξέφρασε μόνο ο Κλεμανσό εκ μέρους της Γαλλίας αλλά στη συνέχεια δεν χρειάστηκαν ούτε αυτές δεδομένου ότι η Ιταλία και οι ΗΠΑ απέφυγαν να πάρουν αρνητική θέση στην αγγλική πρόταση[22].
Η Συνθήκη των Σεβρών: Η ανατολή και η δύση της μεγάλης ιδέας
Δεκαπέντε μήνες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη - στις 28 Ιουλίου/ 10 Αυγούστου του 1920- ακολούθησε η Συνθήκη των Σεβρών, που αλυσόδεσε ολοκληρωτικά την ελληνική πλευρά στα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων εξυψώνοντας στα ουράνια τον μεγαλοϊδεατισμό της ελληνικής αστικής τάξης, πριν τον ξαπλώσει φαρδύ- πλατύ στα λασπόνερα της καταστροφής που ακολούθησε.
Η Συνθήκη των Σεβρών περιλάμβανε 433 κύρια άρθρα κι ένα μεγάλο αριθμό μακροσκελών παραρτημάτων.
Στα βασικά της σημεία η συνθήκη προέβλεπε[23]: Την παραχώρηση στην Ελλάδα της Ανατολικής Θράκης μέχρι και τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, όπως επίσης και των νη­σιών Ίμβρου και Τενέδου. Την παραχώρηση στην Ελλάδα από το Σουλτάνο της άσκησης των κυριαρχικών του δικαιωμάτων σ' όλη την περιοχή της Σμύρνης, με αρκετά μεγάλη ενδοχώρα[24]. Την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου: Λήμνο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία. Την παραχώρηση της Δωδεκανήσου και του Καστελόριζου από την Τουρκία στην Ιταλία. Την ελευθερία ναυσιπλοΐας στα στενά του Ελλήσποντου, της Προποντίδας και του Βοσπόρου για όλα τα πολεμικά και εμπορικά πλοία, κατά τη διάρκεια της ειρήνης αλλά και κατά την πολεμική περίοδο. Την αναγνώριση της Αρμενίας από την Τουρκία ως ανεξάρτητου κράτους και τον καθορισμό των συνόρων της με την Τουρκία προσωπικά από τον Αμερικανό πρόεδρο. Την αναγνώριση ως ανεξάρτητων κρατών της Συρίας και της Μεσοποταμίας, υπό την εντολή Μεγάλης Δύναμης. Την ανάθεση της διοίκησης της Παλαιστίνης στους Βρετανούς και Γάλλους, οι οποίοι θα μεριμνούσαν για την εγκατάσταση Ισ­ραηλινών στην περιοχή αυτή . Την αναγνώριση από την Τουρκία της Εδγάζης ως ανεξάρτη­του κράτους. Τον περιορισμό της στρατιωτικής τουρκικής δύναμης στους 60.000 άνδρες, με εθελούσια μόνον κατάταξη, και του ναυτικού σε 7 κανονιοφόρους και 6 τορπιλοβόλα, όπως επίσης και η διάλυση των αεροπορικών μονάδων και υπηρεσιών. Την επαναφορά του καθεστώτος των διομολογήσεων υπέρ των συμμάχων. την ελευθερία πτήση συμμαχικών σκαφών πάνω από το έδα­φος και τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας και προσγείωσης τους στα τουρκικά αεροδρόμια. Τη σύσταση δημοσιονομικής επιτροπής και συμβουλίου δημοσίου χρέους, που θα αποτελούνταν από αντιπροσώπους της Μ. Βρετανίας, της Γαλ­λίας και της Ιταλίας και Τούρκο αντιπρόσωπο με συμβουλευτική ψήφο, για τον πλήρη έλεγχο της τουρκικής οικονομίας.
Χρόνος έναρξης εφαρμογής της συνθήκης καθορίστηκε η ημερομηνία κατάθεσης της επικύρωσης της από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, και την Τουρκία.
Μαζί με τη Συνθήκη Ειρήνης υπογράφηκαν και οι συ­μπληρωματικές συνθήκες: Η «Συνθήκη περί Δυτικής Θράκης»: υπογράφηκε από την Ελλάδα και τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και αφορούσε την παραχώρηση στην Ελλάδα της Δ. Θράκης η οποία είχε αποσπαστεί από τη Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27/11/1919) και είχε προ­σφερθεί στους συμμάχους. Η «Συνθήκη περί Δωδεκανήσου»: υπογράφηκε από την Ελλάδα και την Ιταλία και αφο­ρούσε την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελ­λάδα, εκτός από τη Ρόδο, η οποία θα παρέμενε στην κυριαρχία της Ιταλίας.
Η Ιταλία δεσμευόταν να παραχωρήσει στη Ρόδο ευρεία τοπική αυτο­νομία και μετά από 15 χρόνια θα επιτρεπόταν στους κατοίκους της να αποφανθούν για την τύχη τους με δημοψήφισμα, το οποίο θα ακο­λουθούσε.. Η «Συνθήκη περί προστασίας των εθνικών μειονοτήτων στην Ελλάδα»: υπογράφηκε από την Ελλάδα και τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και αφορούσε την προστασία των εθνικών μειονοτήτων στην Ελλάδα και την παραχώρηση από τη τελευταία στις βλάχικες κοινότητες της Πίνδου τοπικής αυτονομίας, σχετικής με θρησκευ­τικά και σχολικά ζητήματα, όπως επίσης και την αναγνώριση και τη διατήρηση των δικαιωμάτων των μη ελληνικών μοναστηριακών κοι­νοτήτων του Αγ. Όρους. Η «Συνθήκη περί ειδικών δικαιωμάτων επαγρυπνήσεως και ελέγχου». υπογράφηκε από την Ελλάδα και τις τέσσερις Δυνά­μεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) και περιέλαβε την παραίτηση της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας από τα ειδικά δικαιώ­ματα τους επαγρύπνησης και ελέγχου στην Ελλάδα, τα οποία τους παρέχονταν από τις Συνθήκες του Λονδίνου (7/5/1832, 14/11/1863 και 29/3/1864). Επίσης, περιέλαβε και την παραίτηση τους από τις σχε­τικές με τον έλεγχο της θρησκευτικής ελευθερίας διατάξεις του Πρωτοκόλλου 3 του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1883. Διευκρι­νίζεται ότι οι θρησκευτικές ελευθερίες διασφαλίζονταν με την εγ­γύηση της Κ.τ.Ε. Η «Σύμβαση περί ζωνών επιρροής στην Τουρκία»: υπογράφηκε από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία και αφορούσε τις ζώνες επιρροής στην Τουρκία της Γαλλίας και της Ιταλίας. Συγκεκριμένα, η Κιλικία περιλαμβανόταν στη ζώνη γαλλι­κής επιρροής και οι περιοχές Αττάλειας και Ικονίου στην ιταλική ζώνη.
Η Συνθήκη των Σεβρών προκάλεσε έκρηξη στον κοσμοπολιτισμό της ελληνικής αστικής τάξης που κοίταζε πλέον το χάρτη κι έβλεπε μπροστά της ν’ απλώνεται μια τεράστια αγορά. Τα αισθήματά της αυτά επιχείρησε να τα μεταλαμπαδεύει στην ψυχή του λαού καλλιεργώντας έναν άκρατο εθνικισμό. Η συνθήκη όμως αυτή προκάλεσε βάναυσα το εθνικό- πατριωτικό συναίσθημα του τουρκικού λαού. Γι’ αυτόν, η κυβέρνηση του Σουλτάνου έπαψε, πλέον, να έχει την παραμικρή αξία ενώ αντίθετα στα μάτια του εξυψωνόταν στο μέγιστο βαθμό η ένοπλη εθνική αντίσταση. Αλλά και στις ευρωπαϊκές χώρες η Συνθήκη των Σεβρών- που χαρακτηρίστηκε μάταιη γιατί καμία χώρα δεν την επικύρωσε και δεν ενδιαφέρθηκε να την εφαρμόσει- συνάντησε θύελλα αντιδράσεων ενώ την επομένη της υπογραφής της άρχισε η συζήτηση για την αναθεώρησή της[25].
Η Συνθήκη των Σεβρών χαρακτηρίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους οπαδούς του μεγάλη εθνική επιτυχία. Η ζωή όμως πολύ γρήγορα απέδειξε το ακριβώς αντίθετο. Χαρακτηρίζοντας την κατάσταση που δημιουργούσε η συνθήκη ο Σπ. Μαρκεζίνης γράφει[26]«Αυτό περίπου ήτο το καθεστώς των Συνθηκών εις το οποίο κατέληξαν οι μεγάλοι νικηταί του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολύ ολίγον ρεαλιστικόν, ουχί σπανίως άδικον, συχνά θεωρητικόν και ως εκ τούτου ετοιμόρροπον».
Τώρα πια, δεν υπάρχει κανείς νοήμων που να μην αναγνωρίζει ότι η εν λόγω συνθήκη ήταν συνυφασμένη με των καιροσκοπισμό της ελληνικής αστικής τάξης και τα εκάστοτε συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ. Γράφει για παράδειγμα ο καθηγητής Κ. Σβολόπουλος: «Η συνθήκη των Σεβρών συνυφάνθηκε, ως ένα βαθμό, στη γενική σύλληψη και την ειδικότερη διατύπωσή της με τις αποικιακές βλέψεις και τις ιμπεριαλιστικές τάσεις των μεγάλων δυνάμεων. Και οι τελευταίες αυτές ήταν πάντοτε συναρτημένες με ενδογενείς αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, ικανούς άλλοτε να ευνοήσουν και άλλοτε να παραβλάψουν τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας»[27].
Περισσότερο σαφής και κατηγορηματικός για την αξία της συνθήκης είναι ο Πρέσβης Κ. Σακελλαρόπουλος ο οποίος αναφέρει[28]: «Η συνθήκη των Σεβρών- εις το μέρος της ιδίως που ενδιέφερε την Ελλάδα- προήλθε από σύγκρουσιν επιρροών και επιδιώξεων, τας οποίας δεν κατόρθωσε να συμβιβάση. Και μόνον συρροή πραγματικώς εκπληκτική περιστάσεων, φαινομενικώς ευνοϊκών δια τας λύσεις που περιέλαβον αι διατάξεις της, έκαμε προς στιγμήν δυνατή την υπογραφή της…. Όλοι αυτοί οι φαινομενικώς ευνοϊκοί δια την ελληνικήν υπόθεσιν συντελεσταί έκαμον δυνατήν την υπογραφήν μιας συνθήκης, η οποία έμμελε τελικώς μα αποβή όργανον καταστροφής. Η Συνθήκη των Σεβρών δεν υπήρξε πράγματι, δια την Ελλάδα, παρά μία από τας απροσδοκήτους εκείνας εντυπωσιακάς αλλ’ επιφανειακάς και δια τούτο εφημέρους επιτυχίας, τας οποίας- εις την ζωήν των εθνών όπως και των ατόμων- αι πικρότεραι απογοητεύσεις ακολουθούν».
Η μικρασιατική εκστρατεία και η πολιτική του ΣΕΚΕ
Το ΚΚΕ (ΣΕΚΕ τότε) ήταν αντίθετο από την πρώτη στιγμή στον τυχοδιωκτισμό της μικρασιατικής εκστρατείας. Άλλωστε από το πρώτο ιδρυτικό συνέδριό του (1918) υποστήριξε την έναρξη διαπραγματεύσεων για την επίτευξη ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις και την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών[29]. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι λίγες ημέρες πριν την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, στις 18 Απριλίου/1 Μαΐου του 1919, η κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να εμποδίσει «αυθαιρέτως» το ΣΕΚΕ «να εορτάση εις την έδραν του (Αθήνα) την 1ην Μαΐου, να οργανώση παρέλασιν διά της πόλεως... ακόμη να συνέλθη και εις αυτά τα γραφεία του, τα οποία απεκλείσθησαν διά μυδραλιοβόλων»[30]. Η αντίδραση εκείνης της εποχής είχε τα σχέδιά της και γνωριζε πολύ καλά τί είχε απέναντί της. Όσο αδύναμο κι αν ήταν, τότε το ΣΕΚΕ, η ακτινοβολία της οκτωβριανής επανάστασης και η ίδια η κρίση του καπιταλισμού δημιουργούσαν μια άλλη δυναμική στα πράγματα.
Στις 30 Ιουλίου του 1920 ο αστικός Τύπος στα πρωτοσέλιδά του πανηγύριζε για τη… μεγάλη επιτυχία της συνθήκης των Σεβρών. Αντίθετα ο Ριζοσπάστης στο πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο του, υπό τον τίτλο «Δεν είνε ειρήνη των λαών»,υπογραμμένο από τον τότε διευθυντή του Γιάννη Πετσόπουλο, έγραφε: «Κανονιές και κωδωνοκρουσίες ανήγγειλαν χθες την υπογραφήν της ειρήνης με την Τουρκίαν, η οποία ήλθε να συμπληρώση το έργον της ειρήνης των Βερσαλλιών και να κατακυρώση οριστικώς (;) εις τους νικητάς την εκ του πολέμου λείαν. Η αστική Ευρώπη, και μαζύ της αι αστικαί τάξεις της χώρας μας δικαίως πανηγυρίζουν. Ο απολογισμός του πολέμου υπήρξε δι’ αυτάς πλούσιος εις καρπούς… Περισσότερον από τους λαούς κάθε άλλης χώρας, οι λαοί της βαλκανικής υπέστησαν τα δεινά του πολέμου. Επί οκτώ χρόνια ο Έλλην χωρικός, ο Έλλην εργάτης, ο Έλλην μικροϋπάλληλος και μικροεπαγγελματίας δεν εγνώρισεν ανάπαυσιν. Σερνόμενος από το ένα πολεμικόν μέτωπον εις το άλλο, θα γυρίσει τώρα εις το σπίτι του για να περισυλλέξη τα ναυάγια της κατεστραμένης του ζωής, για να ριφθή και πάλιν εις τον αγριον αγωνα για το ψωμί. Όχι, δεν είνε δυνατόν να είνε η ειρήνη που επόθησε, η ειρήνη που ωνειρεύθη και για την οποία επίστευσε κάποτε ότι επολέμα, αυτή που έρχεται να καθιερώση και να συνεχίση την βίαν και τη εκμεταλλευσιν, αυτή που έρχεται να διαιωνίση την σημερινή του δυστυχίαν, αυτή ου έρχεται να στερεώση και πάλιν την κυριαρχίαν των τυράννων του»[31].
Η στάση αυτή του Ριζοσπάστη πληρώθηκε ακριβά. Τη ημέρα που η εφημερίδα του κόμματος διατύπωνε ένα τέτοιο κατηγορώ για την συνθήκη των Σεβρών, δύο απότακτοι αξιωματικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλος στο Σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών όπου εκείνος περίμενε το τρένο για να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Όταν την ίδια μέρα- γράφει ο Γιάννης Κορδάτος[32]- μαθεύτηκε στην Αθήνα η δολοφονική απόπειρα, από τη μια μεριά η αστυνομία έπιασε πολλά στελέχη της αντιβενιζελικής παράταξης (αξιωματικούς, πολιτικούς, δημοσιογράφους κλπ.) και τους φυλάκισε και από την άλλη θερμόαιμοι βενιζελικοί οργάνωσαν οχλοκρατικές διαδηλώσεις και επιδρομές στα γραφεία των αντιβενιζελικών εφημερίδων. Μέσα σε 2- 3 ώρες καταστραφήκαν τα γραφεία και πιεστήρια όλων των αντιβενιζελικών εφημερίδων καθώς και τα γραφεία του ‘‘Ριζοσπάστη’’ που ήταν στην οδό Πειραιώς 24».
Ασφαλώς ο Ριζοσπάστης δεν μπορούσε να χρεωθεί ότι αποτελεί μέρος των ενδοαστικών αντιθέσεων της εποχής, ούτε οι κομμουνιστές μπορούσαν να κατηγορηθούν ως δυνάμει ένοχοι της απόπειρας κατά του Βενιζέλου. Ο Ριζοσπάστης μπήκε στο στόχαστρο για τον ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής που υπηρετούσε και τη στάση του απέναντι επεκτατική πολιτική των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 10 Σεπτέμβρη του 1920 η ΚΕ του ΣΕΚΕ με προκήρυξη της προς τους εργάτες και τους αγρότες της Ελλάδας, αντιτασσόταν για άλλη μια φορά στην μικρασιατική εκστρατεία σημείωνε[33]: «Η κυβερνώσα αστική τάξις επωφελείται της υπογραφής της ειρήνης με την Τουρκίαν για να παρασύρη τας εργαζομένας λαϊκάς μάζας εις σωβινιστικάς και πατριωτικάς εορτάς. Η αστική τάξις της χώρας έχει συμφέρον και αυτήν την φοράν, περισσότερον από κάθε άλλην, να εξαπατήση τον λαόν, τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, κολακεύουσα το εθνικόν αίσθημα αυτών, το οποίον οι πολιτευταί, τα σχολεία, οι παπάδες και οι στρατιωτικοί καταλλήλως διέστρεψαν εις έναν στενόν σωβινισμόν, εις μίσος τυφλόν κατά των αδελφών των, των εργατών και των χωρικών των άλλων χωρών της Βαλκανικής. Εχει συμφέρον να εξαπατήση και πάλιν τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, με το πρόσχημα μιας δήθεν οριστικής ειρήνης, με το επιχείρημα του «διπλασιασμού της πατρίδος» και της απελευθερώσεως των ‘’υποδούλων αδελφών’’.Εχει ακόμη συμφέρον να εξαπατήση διά μίαν ακόμη φοράν τον λαόν, διά να δικαιολογήση παν ό,τι εναντίον του ιδίου λαού διεπράχθη, διά να υποκλέψη την ψήφον του αύριον και να νομιμοποιήση την εγκληματικήν πολιτικήν, την οποίαν επί οκτώ χρόνια τώρα εφαρμόζει, την πολεμικήν πολιτικήν, την οποίαν εν ονόματι δήθεν της εθνικής απελευθερώσεως οργάνωσε, την πολιτικήν της τρομοκρατίας και δικτατορίας, την οποίαν εν ονόματι δήθεν των εθνικών ζητημάτων εφήρμοσεν. Εχει τέλος συμφέρον η αστική τάξις διά να εξοφλήση άπαξ διά παντός με τας ευθύνας της διά την καταστροφήν και την δυστυχίαν εις την οποίαν εξέθεσε την χώραν, διά να δικαιολογήση τα άνομα κέρδη και τας ανόμους κατά τον πόλεμον κτηθείσας περιουσίας, διά να αποτρέψη την προσοχήν του λαού από την αθλιότητα που τον μαστίζει και διά ν' απομακρύνη την σκέψιν του από τους νέους πολέμους που παρασκευάζει, από τα νέα πραξικοπήματα που βυσσοδομεί κατά της ελευθερίας του και κατά της ζωής του… Το κόμμα μας έχει την υποχρέωσιν ν' αποκαλύψη εις τα μάτια των εργαζομένων τάξεων της χώρας το αίσχος που περικαλύπτουν αι περίφημοι αυταί συνθήκαι της ειρήνης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η συνθήκη με την Τουρκίαν. Εχει υποχρέωσιν ν' αποκαλύψη ιδίως το ψεύδος που περικαλύπτει η ειρήνη αυτή, τον μύθον περί της απελευθερώσεως υποδούλων πληθυσμών, το ψεύδος περί του δήθεν τερματισμού του πολέμου. Οι υπόδουλοι πληθυσμοί δεν απηλευθερώθησαν. Ο πόλεμος δεν ετελείωσεν. Απλώς διά της ειρήνης ταύτης ετέθησαν αι βάσεις των πολέμων της αύριον… Η ειρήνη, εν ονόματι της οποίας μας εκάλεσαν υπό τα όπλα και εν ονόματι της οποίας επολεμήσαμεν, δεν είναι αυτή διά την οποίαν εορτάζουν σήμερον οι εκμεταλλευταί μας. Η πατρίς, εν ονόματι της οποίας σας ομιλούν, η πατρίς μας, δεν είναι εκείνη διά την οποίαν εδώσαμε και την ζωήν μας και διά το μεγάλωμα της οποίας επί οκτώ τώρα χρόνια υπέστημεν ημείς και αι οικογένειαί μας τας κακουχίας και τας στερήσεις του πολέμου.
Η ελευθερία μας και η ελευθερία των υποδούλων αδελφών μας δεν είναι αυτή που πραγματοποιεί η ειρήνη των αστών, αυτή εν ονόματι της οποίας δεκάδες συντρόφων μας στενάζουν εις τας φυλακάς, εν ονόματι της οποίας οι εργάται των απελευθερωθέντων εδαφών καταδιώκονται και φυλακίζονται.
Η ειρήνη την οποίαν πανηγυρίζουν, είναι εκείνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχίαν και την ιδικήν των κυριαρχίαν. Είναι ειρήνη μεταξύ των αστικών τάξεων των κυρίων μας, εναντίον των εργαζομένων τάξεων των δούλων. Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποίαν μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμετάλλευσίς των. Το μεγάλωμά της διά το οποίον πανηγυρίζουν, είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των.
Η ελευθερία την οποίαν καυχώνται ότι πραγματοποιεί η ειρήνη, είναι πραγματικώς η πολιτική και οικονομική υποδούλωσις της χώρας μας εις τας μεγάλας κεφαλαιοκρατικάς δυνάμεις της Δύσεως, των συμφερόντων των οποίων αποτελεί σήμερον και θα αποτελεί και εις το μέλλον ένα τυφλόν και ετεροκίνητον όργανον. Η ελευθερία περί της οποίας ομιλούν, είναι η ελευθερία της τάξεώς των, εις βάρος της ελευθερίας της ιδικής μας πολυπληθούς τάξεως, την οποίαν καταπιέζουν και καταδυναστεύουν. Εις την απελευθέρωσιν των δούλων αδελφών δεν βλέπουν τίποτε άλλο, παρά την απόκτησιν φθηνών εργατικών χειρών για την βιομηχανίαν των, φθηνών σκλάβων για τα τσιφλίκια των και τα κτήματά των, νέων καταναλωτών για τα εμπορεύματά των…».
Η προκήρυξη κατέληγε συμπυκνώνοντας την πολιτική του κόμματος στα παρακάτω συνθήματα: «Κάτω οι πολέμοι και η αλληλοσφαγή των λαών! Κάτω η επιστράτευσις και κάθε άλλος εκβιασμός του λαού διά νέους πολέμους! Ζήτω η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου!».
Η αντιπολεμική δράση του ΣΕΚΕ δεν περιορίζεται σε ανακοινώσεις και στην διαφώτιση του λαού. Εξαπλώνεται και μέσα στο στρατό καθώς στο μικρασιατικό μέτωπο, έχει συγκροτηθεί Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των κομμουνιστών στρατιωτών με στόχο να διαφωτίζει τους στρατιώτες του μετώπου, να απαντά στις όποιες πράξεις, ανοχές ή και σκόπιμες παραλείψεις της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Στα κείμενά της αναδεικνύει τους στόχους και τις σκοπιμότητες της τυχοδιωκτικής Μικρασιατικής Εκστρατείας. Έτσι, την Πρωτοχρονιά του 1921, το Κεντρικό Συμβούλιο των κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου μεταφέρει ένα διαφωτιστικό, ζωντανό και επαναστατικό μήνυμα για το νέο έτος, όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρει[34]: «Η πρώτη του 1921 δεν ακούει εδώ πάνω στο μέτωπο ούτε τα μοιρολόγια των αδικοσκοτωμένων, ούτε τους στεναγμούς των βασανισμένων, αλλά μια κραυγή μεγάλη, στεντόρεια, που βγαίνει κι από των πολεμιστάδων τα παλληκαρίσια στήθια κι από των κειτόμενων τα χτικιασμένα πνευμόνια κι από των αποθαμένων τα χωσμένα κόκαλα: Ζήτω η επανάστασις!». Την ίδια περίοδο, στον ελλαδικό χώρο, από τις αρχές του 1921, οργανώνονται διαδηλώσεις και άλλες κινητοποιήσεις με οικονομικά, πολιτικά αιτήματα και αντιπολεμικά συνθήματα. Η απάντηση της αντίδρασης φτάνει μέχρι το σημείο να εμποδιστεί η έκδοση του «Ριζοσπάστη» για τρεις μέρες.
Το ΣΕΚΕ συνέχισε την ίδια πολιτική ως το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας. Έτσι το Φλεβάρη του 1922 σε ανακοίνωσή της ΚΕ του σημειώνει: «μόνον το κόμμα μας είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι ο μικρασιατικός πόλεμος είναι καταδικασμένος από τον ελληνικόν λαόν και ότι η συνέχισίς του πρόκειται να αποβή εις καταστροφήν ολοκλήρου της χώρας». Και πρότεινε: «Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την κρίσιν παρά μόνον η κατάπαυσις του πολέμου και η άμεσος ειρήνη, καθώς και η διάλυσις της εθνοσυνελεύσεως, η οποία διά της στάσεώς της απεδείχθη αντίθετος προς την εντολήν την οποίαν έλαβεν»[35].
Η απάντηση της αντίδρασης σε αυτή την πολιτική ήταν να εντείνει την τρομοκρατία, την οποία υπέστη το ΣΕΚΕ σε όλη την διάρκεια του Μικρασιατικού πολέμου. Έτσι μέσα στο 1922 η νέα κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη εξαπολύει απηνείς διώξει κατά των κομμουνστιών με συλλήψεις, καταδίκες και φυλακίσεις. Τα μέτρα θα ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο σε μαζικότητα και βιαιότητα. Στις αρχές Ιουλίου κλείνεται στις φυλακές Συγγρού ο διευθυντής του «Ριζοσπάστη» Γ. Πετσόπουλος. Τέσσερις μέρες αργότερα συλλαμβάνονται τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ (Κ) και της Διοίκησης της ΓΣΕΕ για αντιπολεμική δράση. Στο Μέτωπο η τρομοκρατία, επίσης, διογκώνεται. Συλλαμβάνονται στρατιώτες για την αντιπολεμική τους δράση. Είναι μέλη και οπαδοί της Κεντρικής Επιτροπής κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου. Είκοσι δύο στρατιώτες κλείνονται στις φυλακές της Σμύρνης, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».
Το μέτωπο στον πόλεμο δεν άργησε να καταρρεύσει. Στις 8 του Σεπτέμβρη, οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και στις 18 του ίδιου μήνα ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Μ. Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα. Η συνέχεια είναι γνωστή. Αλλά ακριβώς σε αυτές τις συνθήκες, το ΣΕΚΕ (Κ) και η ΓΣΕΕ κάνουν διάβημα «Προς τα Κομμουνιστικά Κόμματα και τας Εργατικάς Συνομοσπονδίας της Ευρώπης και προς την Ρωσίαν», ζητώντας την συμβολή τους για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών και των αιχμαλώτων[36].

Αντί επιλόγου: Απολογισμός και διδάγματα
Το μέγεθος της μικρασιατικής καταστροφής είναι τεράστιο και δεν αποτιμάται με νούμερα. Ταλάνισε την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες μετά. Αξίζει όμως να δώσουμε σύντομα ορισμένα στοιχεία: Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού πολέμου υπολογίζεται ότι εξοντώθηκαν περί τις 300.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας. Στη διάρκεια της ελληνικής επέμβασης στη Μικρά Ασία υπολογίζεται ότι από το στρατό του Κεμάλ βρήκαν το θάνατο περί τις 100.000 μικρασιάτες. Το σύνολο των προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα μετά την καταστροφή στρογγυλοποιείται σε 1.500.000 ανθρώπους, αριθμός που αντιπροσώπευε το ¼ του πληθυσμού της Ελλάδας εκείνη την εποχή[37].
Στα παραπάνω στοιχεία αξιοσημείωτο είναι και τούτο: Την ώρα δε που το ελληνικό μέτωπο κατέρρεε και ο κεμαλικός στρατός ήταν απασχολημένος με την εκδίωξη και τη σφαγή των Ελλήνων, οι εγγλέζοι ανενόχλητοι, τον Οκτώβριο του 1922, καταλάμβαναν τη Μοσούλη κι έθεταν υπό τον έλεγχό τους τα πετρέλαια της περιοχής. Ταυτόχρονα οι Ηνωμένες Πολιτείες αναλάμβαναν την προστασία του κεμαλικού καθεστώτος και σε ανταμοιβή, πριν ακόμη υπογραφεί η συνθήκη της Λωζάνης «η Τουρκική Εθνοσυνέλευσις είχε εγκρίνει σύμβασιν δια της οποίας παρεχωρείτο εις αμερικανικό όμιλον καφαλαιούχων το προνόμιον της κατασκευής σιδηροδρομικών γραμμών, κατασκευής λιμένων και ανοικοδομήσεως τουρκικών πόλεων»[38].
Αυτή την τραγωδία έφερε για την Ελλάδα η μικρασιατική εκστρατεία και τα συνακόλουθά της. Αλλά ακόμη και σήμερα, ύστερα από έναν, σχεδόν, αιώνα, δίπλα στο παραμύθι της απελευθέρωσης των ελληνικών πληθυσμών, διάφοροι εθνικιστικοί κύκλοι σερβίρουν και το παραμύθι της δήθεν εκπολιτιστικής εκστρατείας. Ότι δήθεν ο ελληνικός στρατός πήγε στη Μικρά Ασία για να επιτελέσει εκπολιτιστικό έργο Πρόκειται για προπαγανδιστικό τρυκ που πρόβαλε και τότε η επίσημη προπαγάνδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών[39] και που ορισμένοι δεν ντρέπονται να τα επαναλαμβάνουν ως τις μέρες μας. Εντούτοις η αλήθεια δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε τότε ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι επίσημες ελληνικές αρχές εκείνης της εποχής καλούνταν να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στους ισχυρούς του κόσμου. Σε ένα απολογιστικό προπαγανδιστικό έντυπο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που απευθυνόταν προς τις μεγάλες δυνάμεις διαβάζουμε τα εξής αποκαλυπτικά[40]«Η Ελληνική Διοίκησης Σμύρνης… ουδέν παρέλειψεν όπως παρέχη αμέριστον την συνδρομήν και βοήθειάν της εις ό,τι αφορά τη αποτελεσματικήν προστασίαν των ενταύθα ξένων συμφερόντων, έχουσα υπ’ όψιν ότι και ταύτα συντελούν μεγάλως εις την οικονομικήν παραγωγήν του τόπου τούτου και εμπράκτως ούτω αποδεικνύουσα ότι, ανεξαρτήτως του κυβερνώντος εκάστοτε κόμματος, εμφορείται πάντοτε υπό των αυτών διαθέσεων σεβασμού προς τα ξένα συμφέροντα και προστασίας αυτών, ου μόνον επί τω σκοπώ της εξασφαλίσεώς των, αλλά και αυτής της προαγωγής των». Περισσότερα σχόλια περιττεύουν.
Η ελληνική αστική τάξη ανέλαβε το ρίσκο τη μικρασιατικής εκστρατείας, χωρίς να αγνοεί τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της επιχείρησης με σκοπό, υπηρετώντας τα σχέδια και τα συμφέροντα των ισχυρών- και κυρίως της Αγγλίας- να αποκομίσει κάποια οφέλη στο πλαίσιο του μεγαλοϊδεατισμού της. Το ότι γνώριζε τους κινδύνους βεβαιώνεται από πλήθος ιστορικών πηγών. Θα σταθούμε- κλείνοντας αυτό το άρθρο- σε μία εξ αυτών. Στις 18 Ιανουαρίου του 1921 ο αρχηγός της Επιτελικής υπηρεσίας του Στράτου, στρατηγός Κ. Γουβέλης, σε υπόμνημά του προς την κυβέρνηση γράφει ανάμεσα σε άλλα[41]«Η Μικρασιατική εκστρατεία, ως εξέθηκα υμιν, επ’ ουδενί λόγω έπρεπε να επιχειρηθή… Μόνο άφρων θα ετόλμων να είπω, θα ήτο δυνατόν να συλλάβη τοιούτον σχέδιον πολιτικής και στρατιωτικής ενεργείας και να προβή εις εκτέλεσιν τοιαύτης παρατόλμου υπερποντίας εκστρατείας ριψοκινδύνου κι αμφιβόλου λίαν, τελικής και οριστικής επιτυχίας απαιτούσης δε κολοσσιαίας θυσίας και δυσβάστακτα δια τον Ελληνικόν κράτος και τον λαόν βάρη…». Και να σκεφθεί κανείς πως όλα αυτά γράφονται προτού φανεί στον ορίζοντα η μικρασιατική καταστροφή…!
                                                            


[1] Η ημερομηνία είναι με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε. Με το καινούργιο ημερολόγιο ήταν 14 Μαΐου.
[2] Μ. Ροδά: «Απομνημονεύματα- Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία- Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήναι 1950, σελ. 60
[3] «Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσόστομου», εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμος Γ, σελ. 47- 49
[4] Κ. Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900- 1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 151
[5] Μ. Ροδά, στο ίδιο, σελ. 61.
[6] Χρ. Σολομωνίδη: «Ο Σμύρνης Χρισόστομος», εκδόσεις ΕΙΡΜΟΣ, σελ. 197- 199
[7] Φ. Κουντουριώτης: «Εξήντα χρόνια Δημοσιογραφία- Ένας κόσμος μια εποχή», Αθήνα 1975, σελ. 120
[8] Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 4ος, σελ. 286
[9] Σπ. Μαρκεζίνη, στο ίδιο σελ. 287
[10] Χρ. Αγγελομάτη: «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας (το έπος της Μικράς Ασίας», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 47
[11] Χρ. Αγγελομάτη, στο ίδιο, σελ. 50
[12] «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998, σελ. 194
[13] ΓΕΣ/ΔΙΣ: Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919- 1922», Αθήναι 1967, σελ. 18.
[14] ΓΕΣ/ΔΙΣ, στο ίδιο, σελ. 19
[15] Ν. Ψυρούκη: «Η Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις Επικαιρότητα, σελ. 113
[16] Αλέξανδρου Μαζαράκη- Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ίκαρος 1948, σελ. 257 και 260
[17] ΓΕΣ/ΔΙΣ : «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», Αθήνα 1998, σελ. 193
[18] Κ. Σακελλαρόπουλος: «Η Σκιά της Δύσεως», Αθήναι 1961, σελ. 85- 86
[19] Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 111
[20] Κ. Σβολόπουλου, στο ίδιο, σελ. 152
[21] Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ος Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 527
[22] «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ’, σελ. 115
[23] Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας- Οδοιπορικό 146 χρόνων 1821- 1967», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 250- 257 και Χαραλ. Γ. Νικολάου: «Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες- συμφωνίες και συμβάσεις», εκδόσεις Ι. Φλώρος, σελ. 519- 580
[24] Η Ελλάδα αναλάμβανε την ευθύνη διοί­κησης των εδαφών αυτών, με την υποχρέωση σύγκλησης μιας μορ­φής τοπικής βουλής, στην οποία θα έπαιρναν μέρος οι διάφορες εθνι­κότητες της περιοχής. Η τοπική αυτή βουλή θα είχε, μετά από πέ­ντε χρόνια το δικαίωμα να ζητήσει την οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα από την Κ.τ.Ε. Στην Ελλάδα, επίσης, δινόταν το δικαίωμα διατήρησης στην πε­ριοχή των αναγκαίων στρατιωτικών δυνάμεων για την τήρηση της τάξης.
[25] «Ιστορία Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, σελ. 142
[26] Σπ. Β. Μαρκεζίνη:«Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 3ος, σελ. 275
[27] Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900- 1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 156
[28] Κ. Σακελλαρόπουλος: «Η Σκιά της Δύσεως», Αθήναι 1961, σελ. 144- 145
[29] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος Α’ Αθήνα 1974, σελ. 11
[30] Στο ίδιο, σελ. 18
[31] Ριζοσπάστης 30/7/1920
[32] Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 2οος Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 541
[33] Ολόκληρη η Προκήρυξη: «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος Α’ Αθήνα 1974, σελ. 104- 110
[34] «Εργατικός Αγών», 3/1/1921 και Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος Α’ Αθήνα 1974, σελ. 176- 178
[35] Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος Α’ Αθήνα 1974, σελ. 229- 231
[36] Ολόκληρα τα κείμενα, στο ίδιο, σελ. 254- 255
[37] «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, σελ. 246- 247
[38] Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ίκαρος 1955, τόμος Α’, σελ. 43
[39] «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, τεύχος I σελ. 3 και τεύχος II, Αθήναι 1922, σελ. 3
[40] «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», τεύχος I, Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, σελ. 17
[41] Ολόκληρο το υπόμνημα: Μ. Ροδά: «Απομνημονεύματα- Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία- Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήναι 1950, σελ. 379- 381